προσδιοριστικός

προσδιοριστικός
η , ό[ν] определяющий, устанавливающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προσδιοριστικός" в других словарях:

  • προσδιοριστικός — ή, ό / προσδιοριστικός, ή, όν, Ν Μ [προσδιορίζω] αυτός που προσδιορίζει, ο κατάλληλος για προσδιορισμό …   Dictionary of Greek

  • προσδιοριστικός — ή, ό ο ικανός ή κατάλληλος να προσδιορίζει: Οι ατομικές ελευθερίες είναι προσδιοριστικά στοιχεία της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθοριστικός — ή, ὁ (Α καθοριστικός, ή, όν) [καθορίζω] 1. αυτός που καθορίζει κάτι, προσδιοριστικός (α. «ο νόμος αυτός ήταν καθοριστικός για το μέλλον τής χώρας» β. «ὁμολογία καθοριστική», Κλήμ.) 2. μτφ. αποφασιστικός. επίρρ... καθοριστικώς και ά (Α… …   Dictionary of Greek

  • περιγραπτικός — ή, όν, Α [περίγραπτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή ή στο περίγραμμα, οροθετικός, προσδιοριστικός …   Dictionary of Greek

  • χαρακτηριστικός — ή, ό / χαρακτηριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] 1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν) α) διακριτικό γνώρισμα β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου… …   Dictionary of Greek

  • καθοριστικός — ή, ό που καθορίζει κάτι, ο προσδιοριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»